Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπ' ἀλλήλοισι

См. также в других словарях:

  • ἀλλήλοισι — ἀλλήλων of one another neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀλλήλων of one another masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλήλοισ' — ἀλλήλοισι , ἀλλήλων of one another neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀλλήλοισι , ἀλλήλων of one another masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Herodote — Hérodote Pour les articles homonymes, voir Hérodote (homonymie). Hérodote …   Wikipédia en Français

  • Hérodote — Pour les articles homonymes, voir Hérodote (homonymie). Hérodote …   Wikipédia en Français

  • Heródoto — Para otros usos de este término, véase Heródoto (desambiguación). Heródoto Busto de Heródoto Nombre completo Heródoto de Halica …   Wikipedia Español

  • εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 …   Dictionary of Greek

  • κάτοξυς — κάτοξυς, όξεια, υ (Α) 1. πολύ οξύς 2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.) 3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο… …   Dictionary of Greek

  • ξεινήιον — ξεινήιον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) 1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. τὰ ξεινήια δώρα που αντάλλασσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… …   Dictionary of Greek

  • περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • περιτρύζω — Α γογγύζω χαμηλόφωνα, σιγοκλαίω ολόγυρα («περιτρύζουσι διηνεκὲς ἀλλήλοισι», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»